- σύντζεφλος
- -ον, Μαυτός που είναι μαζί με το δέρμα του ή μαζί με τον φλοιό του («καὶ σύντζεφλον λαφύξω τον, καθάπερ ἄρνα λέων», Πρόδρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + τσέφλιν «κέλυφος, φλούδα» (< αραβ. djefl), πρβλ. και τσόφλι].
Dictionary of Greek. 2013.